- εὐαγγελίας
- εὐαγγελίᾱς , εὐαγγελίαgood tidingsfem acc plεὐαγγελίᾱς , εὐαγγελίαgood tidingsfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ I — [греч. εὐαγγέλιον], весть о наступлении Царства Божия и спасении человеческого рода от греха и смерти, возвещенная Иисусом Христом и апостолами, ставшая основным содержанием проповеди христ. Церкви; книга, излагающая эту весть в форме… … Православная энциклопедия
Καλογήρου, Σπύρος — (Αθήνα 1922 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου και όταν αποφοίτησε, το 1955, πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με το έργο Ερωτόκριτος. Συνέχισε τη θεατρική του σταδιοδρομία συμμετέχοντας στους θιάσους των Ροντήρη, Μινωτή,… … Dictionary of Greek